Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Το Αίγιο (αρχαίο Αἴγιον, λατινικά: "Aegium", στο Mεσαίωνα: "Βοστίτσα", "Vostizza") έχει 20.422 κατοίκους και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αχαΐας. Είναι έδρα του Δήμου Αιγιαλείας ενώ παλαιότερα ήταν έδρα του Δήμου Αιγίου. Λόγω της θέσης του είναι γνωστό ως μπαλκόνι του Κορινθιακού.

Η ονομασία, κατά τον Στράβωνα, προήλθε από την ιερή αίγα, που έθρεψε τον Δία στη βρεφική του ηλικία, που φυλαγόταν για να προστατευθεί από την παιδοφάγο μανία του πατέρα του Κρόνου. Μια άλλη άποψη είναι πως παράγεται από το ομηρικό ρήμα ἀΐσσω, που σημαίνει κινούμαι ορμητικά, επειδή η πόλη βρίσκεται δίπλα σε ορμητικά κινούμενη θάλασσα ή γιατί το έδαφός της είναι σεισμοπαθές.

Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μιστριώτη, το Αίγιον που παράγεται από το ἀΐσσω (συνηρ. ᾄσσω), σημαίνει πόλις τῶν κυμάτων, λόγω του Κορινθιακού κόλπου που βρέχει με ορμή τα ακρογιάλια του: Κυρίως σημαίνει πόλιν κυμάτων, ὡς ὄντως εἶναι τὸ Αἴγιον (σχόλια σελ. 194, Ὁμήρου 'Ἰλιάς, Α΄ τόμος, β' ἔκδοσις, 1895). Πάντως είναι βέβαιο ότι και η αἴξ (=γίδα) με τη σειρά της παράγεται από το ρήμα ἀΐσσω επειδή τινάσσεται. Η ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Αχαΐας, εξάλλου, ονομάζεται Αιγιάλεια, από τη λέξη αἰγιαλός = γιαλός.

Η μεσαιωνική ονομασία του Αιγίου, Βοστίτσα, πιο πιθανό είναι πως παράγεται από τη σλαβική λέξη Βόστα-Βοστάν και σημαίνει πόλη των Κήπων - Κηπούπολη, όπως πράγματι είναι το Αίγιο, με τα τόσα περιβόλια του, μέσα και έξω από την πόλη.

Ο κάτοικος του Αιγίου στην κοινή νεοελληνική ονομάζεται Αιγιώτης (θηλ. Αιγιώτισσα) ενώ η αρχαία ονομασία του κατοίκου είναι Αιγιεύς (-έως). Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή της Αιγιαλείας, ονομάζονται Αιγιαλείς.

Το Αίγιο αποτελεί τη χειμερινή έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (ενώ η θερινή της είναι τα Καλάβρυτα).

Ιστορία

Αρχαιότητα

Εκατοντάδες ευρήματα στην περιοχή πιστοποιούν την ύπαρξη οικισμών λίγο νωρίτερα από την Μεσολιθική Εποχή[εκκρεμεί παραπομπή]. Επτά έως οκτώ πρώιμοι οικισμοί ενώθηκαν κάποια στιγμή σε ενιαία πόλη. Πρώτοι κάτοικοί του, κατά τη μυθολογία, ήταν οι Αιγιαλείς Πελασγοί, όμως ως ιδρυτές της ενιαίας πόλης φέρονται οι Ίωνες. Στα μέσα του 16ου π.Χ. αιώνα οι Ίωνες ήρθαν από την Αττική, κατέλαβαν την εύφορη Αιγιάλεια και πολύ νωρίς αναμείχθηκαν ειρηνικά και ενώθηκαν με τους Αιγιαλείς Πελασγούς.

Κατά το 12ο π.Χ. αιώνα έγινε μετακίνηση των Αχαιών από τη Λακωνία στη Βόρεια Πελοπόννησο. Οι Αχαιοί έδιωξαν τούς Ίωνες και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δίνοντάς της το όνομά τους - Αχαΐα. Περί το 800 π.Χ.[εκκρεμεί παραπομπή] ίδρυσαν 12 πόλεις, την περίφημη Δωδεκάπολη της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Οι πόλεις αυτές συνδέθηκαν μεταξύ τους με το δεσμό της Αμφικτυονικής ιδέας και, στην πρώτη αυτή Αχαϊκή Συμπολιτεία κατά το 400 π.Χ., στο Αίγιο συνερχόταν και λειτουργούσε η Βουλή της Συμπολιτείας, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή που βρέθηκε στα Ψηλά Αλώνια και την δημοσίευσε ο Σουηδός αρχαιολόγος καθηγητής Πωλ Όστρομ.

Κατά τους χρόνους της ακμής τους οι Αιγιώτες ξεχώρισαν ιδιαίτερα ως αθλητές και ήταν ονομαστοί ως σφωνδονήτες. Ακόμη ανέδειξαν και αθλητές Ολυμπιονίκες, όπως ο Στράτων, οΑθηνόδωρος ο Αιγιεύς και άλλοι. Επίσης οι Αιγιώτισσες αυλήτριδες ήσαν ξακουστές. Επίσης, στο αρχαίο Αίγιο ήταν σε μεγάλη ακμή το ιερό του Δία ο οποίος ονομαζόταν Αμάριος ή Ομάριος ή ορθότερα Ομαγύριος (από το ομήγυρη = συγκέντρωση). Ο ναός του Δία στο Αίγιο απέκτησε τέτοια φήμη, ως τόπος συγκέντρωσης των Ελλήνων για την επίλυση κοινών προβλημάτων, ώστε δημιουργήθηκε η παράδοση, που τη μνημονεύει και ο Παυσανίας, πως εκεί πραγματοποιήθηκε από τον Αγαμέμνονα η συγκέντρωση των αρχηγών των Αχαιών, για να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις σχετικά με την Τρωική Εκστρατεία και πως μάλιστα αυτό ήταν η αιτία να δοθεί η προσωνυμία του Ομαγύριου Δία στο ιερό.

Ελληνιστική περίοδος

Στη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 πΧ., οι Αχαϊκές πόλεις είχαν συμπαραταχτεί στο αντιμακεδονικό στρατόπεδο. Μετά την ήττα τους, οι πόλεις της Αχαΐας πήραν μέρος στο Συνέδριο της Κορίνθου. Το 331 π.Χ. ξαναβρέθηκαν στην αντιμακεδονική συμμαχία, που οργάνωσε η Σπάρτη κατά του Αντίπατρου και πήραν μέρος στη Μάχη της Μεγαλόπολης όπου νίκησαν και πάλι οι Μακεδόνες. Μετά τη νίκη του αυτή, ο Αντίπατρος κατήργησε τη Συμπολιτεία και εγκατέστησε ισχυρή μακεδονική φρουρά σε κάθε πόλη. Μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε και στο Αίγιο.

Το 320 π.Χ. το Αίγιο κυριεύτηκε από τον Κάσσανδρο. Εναντίον του κινήθηκε ο στρατηγός του Αντιγόνου, Αριστόδημος, και έδιωξε τη φρουρά του Κάσσανδρου. Αλλά, ενώ γίνονταν προετοιμασίες για να ανακηρυχτεί η πόλη ελεύθερη, ομάδες Αιτωλών που είχαν ακολουθήσει στην εκστρατεία τον Αριστόδημο, μπήκαν στην πόλη, την λεηλάτησαν και έβαλαν φωτιά σκοτώνοντας πολλούς από τους κατοίκους της πόλης.

Το 308 π.Χ. η πόλη πέρασε στην εξουσία του Πολυσπέρχοντα, ο οποίος διόρισε φρούραρχο τον Στρόμβιχο. Το 303 π.Χ. την πόλη του Αιγίου την πολιόρκησε ο γιος του Αντιγόνου,Δημήτριος ο Πολιορκητής. Τελικά η φρουρά υπέκυψε. Ο Δημήτριος φέρθηκε πολύ σκληρά στη μακεδονική φρουρά. Σταύρωσε μπροστά στις πύλες της πόλης το Στρόμβιχο και 80 άντρες του. Από το 303 π.Χ. το Αίγιο όπως και όλες οι Αχαϊκές πόλεις, πέρασαν μια περίοδο κρίσης και αναταραχών. Οι Μακεδόνες τοποθέτησαν τυράννους σε κάθε πόλη και άρχισαν οι μεγάλοι καυγάδες για το ποιος θα γίνει τύραννος. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 287 π.Χ. όταν οι Αχαϊκές πόλεις ανέτρεψαν και έδιωξαν τις μακεδονικές φρουρές και δημιούργησαν τον πρώτο πυρήνα της Αχαϊκής Συμπολιτείας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Πελοποννήσου έως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (145 π.Χ.).

Στη Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία το 281 π.Χ., το Αίγιο και ιδιαίτερα το ιερό του Ομαγύριου Δία, η πηγή από την οποία ξεπήδησαν τα φιλελεύθερα ρεύματα αυτονομίας και ισοπολιτείας, που ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των πόλεων και των πολιτών, ήταν το κέντρο και η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας. Πάντα το Αίγιο από τους παλαιότατους χρόνους, υπερείχε απ' όλες τις Αχαϊκές πόλεις και αποτελούσε το θρησκευτικό και αμφικτυονικό κέντρο τους. Ύστερα από τον καταποντισμό της γειτονικής Ελίκης το 373 π.Χ.( η οποία ήταν πρωτεύουσα της Α΄ Αχαϊκής Συμπολιτείας), έγινε και πολιτική πρωτεύουσα, η κύρια πόλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας.

Εκτός όμως από το ότι το Αίγιο ήταν η θρησκευτική και πολιτική μητρόπολη της Αχαϊκής Συμπολιτείας , άλλα κατοπινά γεγονότα του έδωσαν ευρύτερη σημασία στον ελληνικό κόσμο και το ανέδειξαν σε ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά και εθνικά κέντρα του Ελληνικού χώρου.

Έτσι το 209 π.Χ. συνέρχεται στο Αίγιο σύνοδος των Συμμάχων των Αχαιών, των ουδέτερων Ελλήνων και του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Το 146 π.Χ. στο Αίγιο κατευθύνθηκαν οι πρέσβεις των Ρωμαίων για να συζητήσουν τα ελληνικά θέματα. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους οι Ρωμαίοι γκρέμισαν τα τείχη της πόλης, αλλά το Αίγιο δεν έχασε τη σημασία του. Παρά τη διάλυση της Συμπολιτείας, οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη συνάθροιση των αντιπροσώπων των πόλεών της στο Αίγιο για την εκλογή των στρατηγών και δημιουργών. Κι έτσι επανιδρύθηκε, κατά κάποιο τρόπο, μια Συμπολιτεία σε κατώτερο επίπεδο, που υπήρχε ως την εποχή του Παυσανία (200 μ.Χ. περίπου).

Βυζαντινή περίοδος

Κατά τη βυζαντινή περίοδο το Αίγιο έπεσε σε αφάνεια. Οι βαρβαρικές ορδές που θα εισβάλουν κατά διαστήματα στον ελλαδικό χώρο θα καταστρέψουν επανειλημμένως την πόλη. Διοικητικά το Αίγιο αποτελούσε υποδιοίκηση τουθέματος Πελοποννήσου. Υπήρχε όμως και λειτουργούσε και η τοπική αυτοδιοίκηση με την εκλογή αρχόντων από το λαό. Τα χρόνια μετά τον τρίτο αιώνα το Αίγιο σχεδόν χάνεται από την Ιστορία. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. εισβάλουν στην πόλη οι Βησιγότθοι και εξανδραποδίζουν τους κατοίκους. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (408 - 450) παραχώρησε στο Αίγιο λόγω των καταστροφών, φορολογικά προνόμια. Μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού αναφέρεται μόνο τον 6ο αιώνα ως έδρα επισκόπου, πράγμα που δείχνει ότι επρόκειτο περί πόλεως σε ακμή. Επί Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.) το Αίγιο γνώρισε παρακμή. Κατά το 805 την πόλη κατέλαβαν προσωρινά οι Σλάβοι και τη μετονόμασαν σε Βοστίτσα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1205, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος αποφάσισαν να κατακτήσουν την Πελοπόννησο (Μορέα). Έφθασαν στη Πάτρα και μετά κατέλαβαν τη Βοστίτσα. Ύστερα από την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου, ο Γουλιέλμος ανακηρύχτηκε Πρίγκιπας της Αχαΐας. Μετά τον θάνατο του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε 12 βαρωνίες. Μία από αυτές ήταν και η Βαρωνία της Βοστίτσας (στα μεσαιωνικά γαλλικά Vostice), με βαρώνο τον Ούγκο ντε Σαρπινύ, ο οποίος και έχτισε πύργο από υλικά της αρχαίας πόλης. Υπολείμματα των θεμελίων του μεσαιωνικού αυτού πύργου της Βοστίτσας σώζονται σήμερα στα υπόγεια του σπιτιού του Αθαν. Τσινούκα στο βράχο, στα Εισόδια. Το 1363 η βαρωνία της Βοστίτσας πωλείται στον Νέριο Ατσαγιόλι, το 1381 καταλαμβάνεται από τον Ναβαρρικό στρατό (Ναβαρρική εταιρεία) και το 1394 δίνεται προίκα από τον επανακάμψαντα Νέριο Ατσαγιόλι στον Κάρολο Τόκκο, δούκα της Λευκάδας και της Κεφαλλονιάς.

Βενετοκρατία - Τουρκοκρατία

Το 1420 το Αίγιο περιήλθε στους Δεσπότες του Μυστρά, Κωνσταντίνο και Θωμά Παλαιολόγο. Το 1458 καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1463 περιήλθε στους Βενετούς (Α΄ Βενετοκρατία). Το 1470 ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Γύρω στο 1570 αναφέρεται στις επαναστατικές κινήσεις της εποχής εκείνης. Σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Αίγιο και η περιοχή του παρουσιάζεται συχνά στο προσκήνιο της ιστορίας και ειδικά μάλιστα στην περίοδο που σημειώνονται οι συνωμοτικές κινήσεις και εξεγέρσεις στον ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, πριν από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) με επικεφαλής τον άρχοντα Νικόλαο Τσερνοτά και τον ηγούμενο της Μονής Ταξιαρχών, Ισαάκ.

Το 1685, όπως όλη η Πελοπόννησος, καταλήφθηκε και το Αίγιο πάλι από τους Βενετούς. Εκτός από τους άλλους νέους θεσμούς που εισήγαγαν οι Βενετοί στην περίοδο αυτή της Β΄ Βενετοκρατίας (1685-1715) στην Πελοπόννησο, σημαντική θέση κατέχει η νομοθετική σύσταση κοινοτήτων τοπικής αυτοδιοικήσεως στα κυριότερα αστικά κέντρα της και στη Βοστίτσα. Οι κοινότητες ιδρύθηκαν κατά το πρότυπο των βενετικών Επτανήσων και λειτουργούσαν, με κατά τόπους διαφορές, απαράλλαχτα όπως στην πόλη της Βενετίας και γενικά στην Βενετική Δημοκρατία. Η απόφαση του αρχιστράτηγου Αλεξάνδρου Μολίνι, που ενέκρινε την αίτηση των κατοίκων της Βοστίτσας για την ίδρυση της κοινότητας, έχει ως δικαιολογητικό τους παρακάτω δύο κυριότερους λόγους (φάκελος 105, του βιβλίου διαταγμάτων και αποφάσεων της γραμματείας του εκλαμπροτάτου και εξοχοτάτου αρχιστράτηγου Αλ. Μολίνι, από τα αρχεία της Βενετίας.) Ο πρώτος λόγος ήταν η εξαιρετικά ιδιαίτερη παραθαλάσσια θέση της Βοστίτσας, σε σχέση με την απέναντι Ναύπακτο και την περιοχή της, πράγμα που έκανε πολλούς κατοίκους της τότε Αθήνας αλλά κυρίως από τα Σάλωνα να έλθουν και να εγκατασταθούν στη Βοστίτσα. Έτσι η πόλη και η περιφέρειά της, κατά τις εκθέσεις των Βενετών Προνοητών, αποτελούσε τότε μία από τις σημαντικότερες περιοχές της Βενετικής Πελοποννήσου. Η πόλη πήρε καινούρια όψη, με οικονομική άνθιση και με κοινωνικό βίο υψηλού επιπέδου.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ο διαχωρισμός της από την κοινότητα των Καλαβρύτων, στην οποία υπαγόταν ως τότε, ύστερα απ' τη συμμετοχή στο συμβούλιο της κοινότητας αυτής και οικογενειών από την Βοστίτσα. Αυτοί που υπέγραψαν την αίτηση για την ίδρυση κοινότητας χωριστής για λογαριασμό των οικογενειών τους καθώς και άλλων ογδόντα οικογενειών από τη Βοστίτσα ήταν οι Κανέλλος Σεμινάκος λεγόμενος Πρεκιανός, Γιαννάκης Γιάκουμος λεγόμενος Αλμπατζέλης, Γιωργάκης Αγγελόπουλος και Πέτρος Μπόγδανος. Από το 1715 που καταλύθηκε η Β' Βενετοκρατία, το Αίγιο υποτάχθηκε με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), πάλι στους Τούρκους ως την απελευθέρωση και αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία (καζά), που την διοικούσε ο βοεβόδας.

Στα Ορλωφικά (1769-1770), μετά από τους δισταγμούς των Πατρινών να κινηθούν, ο Μητροπολίτης της Πάτρας Παρθένιος συγκάλεσε στο Αίγιο σύσκεψη με τους τοπικούς παράγοντες Μελετόπουλο, Γκολφίνο Λόντο και Ιων. Πούλο και αποφασίστηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Καταρτίστηκε στρατιωτικό σώμα, που με την υποστήριξη του Μ. Σπηλαίου εξεστράτευσε κατά των Καλαβρύτων.

Επανάσταση του 1821

Στις 26-30 Ιανουαρίου του 1821, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, έγινε στο Αίγιο η πρώτη επίσημη σύσκεψη των κληρικών και των προεστών του Μοριά για την επανάσταση, η περιβόητη Συνέλευση της Βοστίτσας. Η σύσκεψη αυτή, με είδος προέδρου τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και εισηγητή τον Παπαφλέσσα, προβλημάτισε τους ταγούς του έθνους μπροστά στο τρομερό ερώτημα του ξεσηκωμού.

Πάντως παρά τους όποιους, μάλλον δικαιολογημένους[4] δισταγμούς του Παλαιών Πατρών Γερμανού και ορισμένων Καλαβρυτινών προκρίτων, αναφορικά με την καταλληλότητα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου για μία επανάσταση, οι πρόκριτοι του Αιγίου, Ανδρέας Σ. Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος, Λέων Μεσσηνέζης, σύντομα ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για τον αγώνα. Ο Ανδρέας Λόντος συγκρότησε το πρώτο μεγάλο στρατιωτικό σώμα της Πελοποννήσου (400 άνδρες από την Αιγιάλεια και την απέναντι Ρούμελη) το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου 1821 όπου και βρισκόταν μαζί με τους προκρίτους των Καλαβρύτων και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό[5], επιστρέφει στο Αίγιο, και στις 23 Μαρτίου 1821 υψώνει στην πόλη επαναστατική σημαία (κόκκινη με μαύρο σταυρό στη μέση) αφού προηγουμένως, οι ελάχιστοι Τούρκοι της πόλης, είχαν φύγει έντρομοι με βάρκες για τη Φωκίδα επειδή το Αίγιο δεν διέθετε κανένα φρούριο. Στην αποχώρησή τους αυτή τους βοήθησαν και οι ίδιοι οι Αιγιώτες. Ο Ιστορικός του 19ου αιώνα Σπυρίδων Λάμπρος στο "Ιστορικό Λεξικό" του 1880 γράφει ότι το Αίγιον υπήρξεν η πρώτη πόλις, εκ της οποίας, εκραγείσης της Επαναστάσεως, έφυγαν οι Τούρκοι το κατ' αρχάς έντρομοι. Στη συνέχεια ο Ανδρέας Λόντος με το στρατό του ξεκίνησε αμέσως για την Πάτρα στην πολιορκία της οποίας και συμμετείχε. Στους πρώτους μήνες της Επανάστασης το Αίγιο, αφού είχε εκκενωθεί, κάηκε δύο φορές από το πέρασμα Τούρκων και Αλβανών που είχαν έλθει προς βοήθεια της πολιορκούμενης Τρίπολης. Ο δεύτερος εμπρησμός έγινε μερικές ημέρες πριν την άλωση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου) και επακολούθησαν λεηλασίες και αρπαγές στην επαρχία γύρω από το Αίγιο.

Αξιοθέατα - Μνημεία

Tο Αίγιο είναι σήμερα η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό στο νομαρχιακό διαμέρισμα της Αχαΐας. Είναι κτισμένο παραθαλάσσια. Οι τομείς ειδικού ενδιαφέροντος των τουριστών είναι το παλαιό τμήμα της πόλης (με στοιχεία της χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα) και η παραλία από το σιδηροδρομικό σταθμό (που παρέχει ένα παράδειγμα της αρχιτεκτονικής σιδηροδρόμων των αρχών του 20ου αιώνα) ως την εκκλησία της Παναγίας της Τρυπητής, όπου διακρίνονται οι παλαιές σταφιδαποθήκες (όλες τώρα εσωτερικά μετασχηματισμένες σε πολυτελή καφέ) αλλά και του παλαιού εργοστασίου χαρτοποιίας (που παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής από την αρχή του προηγούμενου αιώνα). Μέσα στα τελευταία χρόνια ένα τμήμα του μετασχηματίστηκε σε παράρτημα του Α.Τ.Ε.Ι. Πάτρας, στεγάζοντας τα τμήματα Φυσικοθεραπείας και Οπτικής-Οπτομετρίας. Τα ευρήματα από την αρχαιότητα δεν είναι πολλά και είναι μάλλον διάσπαρτα γύρω από την πόλη. Προς την περιοχή της Δεξαμενής οι ανασκαφές αποκάλυψαν δύο ορθογώνια κτήρια του 500 π.Χ. και 400 π.Χ. αντίστοιχα. Η ίδια ανασκαφή επιβεβαίωσε επίσης την ύπαρξη ενός νεκροταφείου των κλασσικών χρόνων βορειοδυτικά του ίδιου σημείου, ενώ στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων (την κεντρική πλατεία της πόλης) ανακαλύφθηκαν τάφοι από την μυκηναϊκή εποχή. Προς τη θάλασσα δύο ακόμη νεκροταφεία (ένα ελληνιστικό και ένα ρωμαϊκό) ήρθαν επίσης στο φως. Τα σημαντικά αρχαία κτίσματα της πόλης, που αναφέρει λεπτομερειακά ο Παυσανίας, καταστράφηκαν από τους αλλεπάλληλους σεισμούς, αλλά και από τους Ρωμαίους και τους λοιπούς κατακτητές. Αρχαιολογικά ευρήματα από το Αίγιο και την Αιγιάλεια φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.

Στο Αίγιο εξαιτίας της ανθηρής οικονομικής κατάστασης, που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο εμπόριο της περίφημης κορινθιακής σταφίδας, που παρήγαγε η περιοχή, οικοδομήθηκαν πολλά όμορφα νεοκλασικά κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά και ναοί κατά το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Το μεγαλύτερο μέρος από τα αξιολογότερα οικοδομήματα αυτού του είδους διασώθηκε από τους καταστρεπτικούς σεισμούς και ιδίως απ' αυτόν της 15ης Ιουνίου του 1995. Κάποια ωστόσο κατεδαφίστηκαν στα τέλη του 1960 και στη δεκαετία του 1970, πριν προλάβουν να χαρακτηριστούν διατηρητέα.